«Τι κάνω εγώ εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε, κι ένα δάκρυ κύλησε στο αυλακωμένο του πρόσωπο. Θυμήθηκε κάποιες άλλες μέρες …..μέρες του αγώνα, μέρες ευτυχίας, δόξας, εκεί όπου όλα έμοιαζαν να είναι μπορετά, άφθαρτα, αιώνια, απροσδιόριστα ωραία …
Μετρούσε τα βήματα, δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει στο φτωχικό του. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πια. Ψηλαφώντας το τοίχο έφτασε στη ξύλινη πόρτα, που άνοιξε μ’ έναν τριγμό σα να άνοιγαν οι πύλες της κολάσεως. Περπάτησε αργά. Δεν έβλεπε τη στιγμή να φτάσει στο πρόχειρο ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι του με τις ξύλινες τάβλες, για να ξεκουράσει το πονεμένο του σώμα, τη βασανισμένη του ψυχή που γύρευε πια το λυτρωμό. Κι άμα ξάπλωσε, μέσα στο απέραντο σκοτάδι του σαν παρηγοριά άρχισε κατά πως το συνήθιζε, να ταξιδεύει μέσα απ’ τις μνήμες του πάνω στο άλογό του με την ωραία φορεσιά του, ενώ τα παλικάρια του αρματωμένα τον ακολουθούσαν. Ατρόμητος, αγέρωχος, λαμπερός να τον θαυμάζουν όλοι, απ’ όπου κι αν περνάει … ο Νικήτας έρχεται … ο Νικήτας πάνω στ’ άσπρο του άλογο, σαν Αρχάγγελος σταλμένος απ’ τον Θεό να λευτερώνει τους σκλαβωμένους αδελφούς του … ο Νικήτας …ο Νικήτας.