Ένας ηλικιωμένος πήγε να μείνει με τον γιο του, τη νύφη του και τον τετράχρονο εγγονό του. Τα χέρια του γεροντάκου έτρεμαν, τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά κι η περπατησιά του ήταν διστακτική.
Η οικογένεια έτρωγε όλη μαζί στο τραπέζι, όμως τα πράγματα τα έκαναν δύσκολα τα τρεμουλιάρικα χέρια και η αδύνατη όραση του παππού. Απ’ το κουτάλι του έπεφτε στο πάτωμα φαγητό, όταν έπιανε το ποτήρι με το νερό πιτσίλιζε το τραπεζομάντηλο κι ο γιος κι νύφη ταράζονταν με όλη αυτή την ανακατωσούρα ….
” Πρέπει να κάνουμε κάτι με τον παππού ” είπε ο γιος. Φτάνει πια το λερωμένο τραπεζομάντηλο, το μάσημα όλο σαματά και το φαγητό στο πάτωμα “.
Κι έτσι το ζευγάρι έβαλε ένα μικρό τραπεζάκι σε μια γωνιά όπου ο παππούς έτρωγε μόνος του την ώρα που η υπόλοιπη οικογένεια απολάμβανε το φαγητό της στο μεγαλο τραπέζι.
Κι όταν πια ο παππούς έσπασε ένα – δύο πιάτα, του σερβίριζαν το φαγητό του σ’ ένα ξύλινο μπολ .
Όταν οι υπόλοιποι έριχναν καμιά ματιά προς τη μεριά του παππού έβλεπαν μερικές φορές ένα δάκρυ στα μάτια του που καθόταν μονάχος . Παρόλα αυτά τα μόνα λόγια που του έλεγαν ήταν παρατηρήσεις για το πεσμένο πιρούνι ή τα σκόρπια στο πάτωμα φαγητά .
Ο τετράχρονος μικρός τα έβλεπε όλα αυτά σιωπηλός .
Μια βραδιά, πριν από το δείπνο, ο πατέρας παρατήρησε τον μικρό να παίζει στο πάτωμα με κάτι μικρά κομμάτια ξύλο .
Ρώτησε γλυκά τον γιο του, ” ΤΙ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ;;;”
Το ίδιο γλυκά ο γιος απάντησε, ” ΦΤΙΑΧΝΩ ΕΝΑ ΜΠΟΛ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ,
ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΩΤΕ ΟΤΑΝ ΘΑ ΜΕΓΑΛΩΣΩ “ και με ένα χαμόγελο ξανάπεσε στη δουλειά του . Οι γονείς έχασαν τη μιλιά τους και μετά από τα μάτια τους άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Αν και δεν άλλαξαν κουβέντα, κατάλαβαν κι οι δυο τους τι έπρεπε να γίνει .
Το ίδιο βράδυ ο πατέρας πήρε ευγενικά τον παππού απ’ το χέρι και τον οδήγησε στο τραπέζι της οικογένειας. Για την υπόλοιπη ζωή του έτρωγε μαζί με την οικογένεια σε όλα τα γεύματα .
Και μάλιστα για κάποιο μυστηριώδη λόγο, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πια για το πεσμένο πιρούνι, τα φαγητά που έπεφταν στο πάτωμα ή το λερωμένο τραπεζομάντηλο….
Ένα μεγάλο δίδαγμα για όλους μας !”