Νέα κύματα ευφορίας στα ισχυρότερα μονοπώλια της ΕΕ προκάλεσε η προχτεσινή απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας να εγκρίνει το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, ανοίγοντας τον δρόμο για προκαταβολικές εκταμιεύσεις κονδυλίων από τα τέλη του καλοκαιριού.
Στον απόηχο αυτής της εξέλιξης, κυβερνητικά στελέχη και παράγοντες της «αγοράς» ανανεώνουν τις προβλέψεις και τους πανηγυρισμούς για «θεαματική συμβολή του ταμείου στην ανάκαμψη της οικονομίας», επισημαίνοντας το μεγάλο «επενδυτικό ενδιαφέρον» που υπάρχει για τη χώρα μας. Ο λαός, όμως, δεν έχει κανέναν λόγο να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό τους…
Όση «ανάπτυξη» κι αν του τάξουν, όσο κι αν προσπαθούν να τον πείσουν ότι «η πανδημία φεύγει, η ανάπτυξη έρχεται», ξέρει καλά ότι από τον κορονοϊό και τις συνέπειές του δεν πρόκειται να ξεμπλέξει εύκολα.
Οι τεράστιες ελλείψεις στο σύστημα της Υγείας παραμένουν και η κρατική ευθύνη συνεχίζει να εξαντλείται στην …υπενθύμιση της ατομικής. Ο εμβολιασμός προχωράει αργά και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την αντοχή των σημερινών εμβολίων στις μελλοντικές μεταλλάξεις.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, αφού το «άνοιγμα» της οικονομίας γίνεται, για άλλη μια φορά, με τα πρωτόκολλα της κερδοφορίας του κεφαλαίου, χωρίς ουσιαστικά μέτρα προστασίας για τους εργαζόμενους, τον λαό, τους επισκέπτες από το εξωτερικό.
Μέσα στην πανδημία, ο λαός έχει τη δυνατότητα να γίνει πιο «σοφός». Το παρελθόν αποδεικνύει ότι η ανάπτυξη για τα κέρδη των ομίλων (η καπιταλιστική δηλαδή ανάπτυξη) δεν του εξασφάλισε σύστημα Υγείας δημόσιο και δωρεάν, ικανό να τον προστατέψει και να τον φροντίσει σε κανονικές και έκτακτες συνθήκες. Το αντίθετο, μέσα σε αυτές τις συνθήκες οδηγηθήκαμε στο σημερινό χάλι, να πεθαίνουν διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ και οι ιδιωτικές κλινικές να θησαυρίζουν απρόσκοπτα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και οι «πράσινες επενδύσεις» δεν είναι η απάντηση ούτε στην αγωνία χιλιάδων εργαζομένων και αυτοαπασχολουμένων, για το αν θα έχουν αύριο μεροκάματο και δουλειά.
Οι προβλέψεις μιλάνε για εκατοντάδες χιλιάδες «λουκέτα», όταν αρθούν και τα υποτυπώδη μέτρα συγκράτησης της ανεργίας και των εισοδημάτων. Εξάλλου, η κρίση έχει βαθύτερες αιτίες όσο και αν η πανδημία επέδρασε καταλυτικά στην εκδήλωσή της.
Οι 200.000 θέσεις εργασίας σε έξι χρόνια που υπόσχεται η κυβέρνηση από τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης είναι σταγόνα στον ωκεανό.
Ακόμα κι αν οι προβλέψεις της επαληθευτούν, μιλάμε για βραχύχρονες, ανακυκλούμενες και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, με τους αντεργατικούς νόμους, που τώρα επεκτείνονται, ως προϋπόθεση για την εκταμίευση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η μείωση κατά 2,5% στον μέσο μισθό, οι απαλλαγές από ασφαλιστικές εισφορές, η επέκταση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, είναι «κεκτημένα» της πανδημίας και της κρίσης, που το κεφάλαιο δεν πρόκειται να απεμπολήσει. Αντίθετα, θα επιδιώξει να τα κατοχυρώσει και να τα επεκτείνει.
Και στο τέλος, ο λαός θα πληρώσει – με νέους φόρους, μέτρα και περικοπές – και τον λογαριασμό του Ταμείου Ανάκαμψης και των 32 δισ. ευρώ που θα ξεκοκαλίσουν τα «πράσινα» και «ψηφιακά» μονοπώλια.
Απάντηση σε όλα αυτά βεβαίως δεν αποτελεί η ξαναζεσταμένη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ με «αντινεοφιλελεύθερες κορόνες» να πείσει ότι βρήκε τελικά (sic) τη συνταγή για να ευημερούν ταυτόχρονα τα κέρδη του κεφαλαίου και τα δικαιώματα του λαού. Πολύ απλά, γιατί καμιά τέτοια συνταγή δεν υπάρχει. Το απέδειξε και η προηγούμενη μνημονιακή κυβερνητική θητεία του, αλλά και γιατί αυτό που εξαγγέλλει σήμερα, στην ουσία είναι η υλοποίηση των ίδιων στρατηγικών στόχων, που απαιτούν νέες θυσίες από τον λαό, αλλά με περισσότερη «κοινωνική συνοχή» για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Διέξοδο για τον λαό μπορεί να δώσει μόνο η οργανωμένη πάλη, ο αγώνας για σύγχρονα δικαιώματα στη δουλειά και τη ζωή. Αυτή είναι η απάντηση στις αγωνίες του σήμερα, που μπορεί να ανοίξει ελπιδοφόρα προοπτική για το αύριο.