Tου Ανδρέα ΚΑΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Από τις πρώτες μέρες της πανδημίας η διαχείρισή της από την κυβέρνηση στηρίχτηκε πολιτικά με το ιδεολόγημα της επιστημονικής ουδετερότητας, ότι η επιστήμη είναι κάτι ουδέτερο, αταξικό, αίρεται πάνω από πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές. Ο «ρόλος της κυβέρνησης είναι να ακούει τους ειδικούς», «να ακολουθεί τις οδηγίες τους ώστε να βγούμε από το τούνελ».
Πέρα από τον τομέα της Υγείας το αφήγημα γενικεύτηκε στον τομέα της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής με χαρακτηριστικό σύνθημα «Ενας Τσιόδρας για την οικονομία». Το δυστοπικό μέλλον που προετοιμάζουν για την εργατική τάξη, τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα, τη νεολαία, ώστε να αντιμετωπίσει το καπιταλιστικό σύστημα την κρίση του, παρουσιάζεται περίπου ως νομοτέλεια γιατί στηρίζεται από την επιστημοσύνη του νομπελίστα κ. Πισσαρίδη με τη γνωστή έκθεσή του.
Είναι διεθνής μόδα άλλωστε το «sciencebased policy» που κινείται σε αυτήν τη λογική. Οποιος αμφισβητεί τις επιλογές της κυβέρνησης, στηριγμένες πάντα στις απόψεις των «ειδικών», αποτελεί ανάχωμα στην εθνική προσπάθεια, δεν φοράει τη «φανέλα της Εθνικής Ελλάδος» κι αν αυτή η αμφισβήτηση εκδηλωθεί σε κινηματικό επίπεδο τότε καταστέλλεται βίαια από το κράτος.
Η κυβέρνηση προβάλλει και αξιοποιεί το αναγνωρισμένο επιστημονικό κύρος των «ειδικών», κρύβει όμως τεχνηέντως την ταξική τους τοποθέτηση, η οποία ήταν καθοριστική για την επιλογή τους. Αν και η τελευταία δεν ήταν ενιαία κομματικά αλλά τελικά κινούνταν στα συγκεκριμένα αστικά πλαίσια της διαχείρισης.
Εμβληματικές παλινωδίες…
Τους τελευταίους μήνες η σιγή νεκροταφείου που επιδιώχθηκε να επιβληθεί αρχίζει να σπάει αφού αντικειμενικά προκύπτουν ερωτήματα από τις παλινωδίες, τη μονομέρεια των μέτρων, τον ανορθολογισμό, δημιουργώντας προβληματισμούς σε όλο και μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης.
Επιστημονικοί ακροβατισμοί που προκαλούν, όπως ότι τα τεστ δεν ήταν αναγκαία τον Απρίλη αλλά τον Οκτώβρη είναι χρήσιμα, ότι στους χώρους δουλειάς τα μέτρα τηρούνται με «θρησκευτική» ευλάβεια αφού στο καθημερινό διάγγελμα των 6 δεν υπήρξε ούτε μία παρατήρηση – πόσο μάλλον ένα πρόστιμο – ή ότι στοιβαγμένοι εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς δεν συμμετέχουν σε καθημερινό «κορονοπάρτι» επειδή ακριβώς τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς λέγονται έτσι, όπως «εξήγησε» ο πρωθυπουργός.
Και βέβαια ότι μέχρι τις 2 Νοέμβρη ο ιός δεν μεταδίδεται μαζικά στα σχολεία, άρα είναι το ίδιο είτε είναι 15 είτε 27 μαθητές σε μία τάξη, αλλά στις 9 Νοέμβρη κλείνουν καθολικά δεύτερη φορά στο ίδιο έτος, για περίπου τρίμηνο πάλι, με τραγικές συνέπειες για τους μαθητές.
Ηρθαμε αντιμέτωποι ακόμα και με ακραίες σκοταδιστικές αντιλήψεις που ξεστομίστηκαν από «διακεκριμένους επιστήμονες» όπως ότι με τη Θεία Κοινωνία δεν κολλάς γιατί γίνεται άμεση κατάποση ή, ακόμα χειρότερα, ότι αν πιστεύεις πραγματικά στον Θεό δεν κολλάς ούτως ή άλλως, οπότε δεν χρειάζεται καν να δίνουμε μία υλιστική επίφαση. Τέλος, το αμίμητο ότι ψεκάζοντας με χημικά χιλιάδες διαδηλωτές, που έχουν χαρακτηριστεί από τον ΟΗΕ χημικό όπλο από το 1969, προστατεύεις την υγεία τους.
Επιστήμη: Αντικειμενική ναι, ουδέτερη όμως όχι!
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: Η αντικειμενικότητα της επιστήμης, που σημαίνει ορθή αντανάκλαση σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της πραγματικότητας, συνεπάγεται και την ουδετερότητά της πολιτικά; Υπάρχει αντικειμενικότητα στην επιστήμη; Και αν ναι, πώς προκύπτουν οι παλινωδίες που προαναφέραμε, τις οποίες ακόμα και ο κοινός νους μπορεί να συλλάβει;
Η απάντηση δεν βρίσκεται στην αμφισβήτηση των τεράστιων επιτευγμάτων της επιστήμης ούτε της οργανωμένης προσπάθειας του ανθρώπου να ανακαλύψει τους νόμους που διέπουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτή η προσπάθεια διεξάγεται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, άρα σε συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια, που καθορίζονται από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής.
Η επιστήμη λοιπόν από τη φύση της, ως μορφή κοινωνικής συνείδησης και άμεση παραγωγική δύναμη, η οποία αντανακλάται στο εποικοδόμημα, στο επίπεδο της ιδεολογίας δεν είναι ούτε μπορεί να γίνει ουδέτερη. Ο κάθε επιστήμονας θέτει τα ερωτήματα που καλείται να επιλύσει σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Το ίδιο ισχύει τελικά και για τη μεθοδολογία που καλείται να επιλέξει και τελικά το πώς θα αξιοποιηθούν τα πορίσματα της επιστημονικής του εργασίας. Τελικά, επιλέγει κάθε στιγμή με ποιους θα πάει και με ποιους θα συγκρουστεί.
Στην καπιταλιστική κοινωνία «στρατοπεδεύει» είτε στην πλευρά των αστών και του κράτους τους είτε στην πλευρά της εργατικής τάξης και των αναγκών της. Οταν μιλάμε λοιπόν για ειδικούς επιστήμονες, πρέπει να έχουμε υπόψη μας όλα αυτά, γιατί δεν υπάρχουν ουδέτεροι «ειδικοί επιστήμονες». Αντικειμενικά εξάλλου κλήθηκαν και καλούνται να καλύψουν με επιστημονικό τρόπο πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες βεβαίως έχουν ταξικό περιεχόμενο.
Το γεγονός αυτό άλλωστε καταγράφεται και σε κραυγαλέες αντιφάσεις που διατυπώθηκαν το προηγούμενο διάστημα, π.χ. το «ΟΚ» που δόθηκε για το ανεξέλεγκτο άνοιγμα του Τουρισμού ή για το άνοιγμα των σχολείων χωρίς τα απαραίτητα μέτρα. Αλλά και σε κραυγαλέες αποσιωπήσεις ορισμένων π.χ. για την «ανοσία αγέλης» που γίνεται στους μεγάλους εργασιακούς χώρους από την πρώτη μέρα, για την κατάσταση στο δημόσιο σύστημα Υγείας.
Αντίθετα, δεν επέλεξαν ως επιστήμονες να καταγγείλουν το όργιο καταστολής και ρίψης χημικών ακόμα και σε 15χρονους μαθητές, τις συνθήκες εργασίας σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες ή την αδικαιολόγητη περιστολή δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών χωρίς να υπάρχει επιστημονική βάση για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας.
Φωτίζοντας την πραγματική αντιπαράθεση
Η απάντηση από τη σκοπιά της επιστήμης που μπαίνει στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, σίγουρα δεν βρίσκεται στο σκοταδισμό, στον ανορθολογισμό, στην άρνηση της αξιοποίησης των επιτευγμάτων της επιστήμης.
Για παράδειγμα, στις σημερινές συνθήκες είναι πολύτιμες για την υγεία της εργατικής τάξης οι γνώσεις που προκύπτουν από την επιστημονική έρευνα για τη φύση του ιού, τη λειτουργία του, τη μεταδοτικότητά του, τις επιπτώσεις σε κάθε οργανισμό. Βήμα βήμα, βασανιστικά, η επιστήμη βαθαίνει περισσότερο, διαμορφώνει προϋποθέσεις για την αντιμετώπισή του, με τον μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού, αλλά και για φαρμακευτική αντιμετώπιση γι’ αυτούς που νοσούν ή πρόκειται να νοσήσουν.
Η αντιπαράθεση οφείλει να διεξάγεται στο πώς αξιοποιούνται τα επιτεύγματα αυτά στον καπιταλισμό. Να αναδεικνύει γιατί η ανάπτυξη της επιστήμης δεν έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που οι εποχές και οι συνθήκες το επιτρέπουν, γιατί δεν έχουν πρόσβαση στα επιτεύγματά της όλοι οι άνθρωποι, γιατί δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δεν θα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν το εμβόλιο, γιατί πεθαίνουν εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο επειδή δεν έχουν πρόσβαση σε εμβόλια που έχουν ανακαλυφθεί εδώ και δεκαετίες και βέβαια γιατί ενώ η επιστήμη με όλο και μεγαλύτερη πληρότητα μπορεί να εξηγήσει το τι πραγματικά συμβαίνει στον φυσικό κόσμο, αναβιώνουν ιδεαλιστικές αντιλήψεις, μεταφυσικές προσεγγίσεις και θρησκευτικές προκαταλήψεις.
Την απάντηση στο ερώτημα πώς στεκόμαστε απέναντι στους ειδικούς επιστήμονες την έχει δώσει ο Λένιν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν συγκρουόταν ιδεολογικά με γίγαντες των Φυσικών Επιστημών όπως οι Mach και Ostwald, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το μεγάλο επιστημονικό τους μέγεθος και την προσφορά τους στην εξέλιξη της επιστήμης: «…οι “καθηγητές” οικονομολόγοι δεν είναι παρά υπάλληλοι της τάξης των καπιταλιστών και οι “καθηγητές” της φιλοσοφίας μορφωμένοι υπάλληλοι των θεολόγων. Το καθήκον των μαρξιστών και στη μία και στην άλλη περίπτωση είναι να ξέρουν να αφομοιώνουν και να μεταπλάθουν τις κατακτήσεις που πραγματοποιούν αυτοί οι “υπάλληλοι”, να ξέρουν να εξουδετερώνουν την αντιδραστική τάση των τελευταίων, να ξέρουν να εφαρμόζουν τη δική τους γραμμή και να πολεμούν ολόκληρη την παράταξη των εχθρικών σε εμάς δυνάμεων και τάξεων».
Γιατί στο κάτω κάτω, σήμερα, πάνω από 100 χρόνια μετά, όταν θέλουμε να υπολογίσουμε τις συγκεντρώσεις σε ένα διάλυμα στο εργαστήριο, τον νόμο αραίωσης του Ostwald χρησιμοποιούμε, όμως, ο Λένιν δικαίως άσκησε δριμύτατη φιλοσοφική κριτική στον «ενεργητισμό» του Ostwald.
ΠΗΓΕΣ:
Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», Απαντα, έκδοση 5η, τόμος 18, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1988.
*Ο Ανδρέας Καργόπουλος είναι Διδάκτορας Χημείας