Οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αφορούν περίπου 450 συνταξιούχους δικαστές και 17 πανεπιστημιακούς δασκάλους –στην ουσία πρόκειται για την επαναφορά των συντάξιμων μισθών στα επίπεδα προ του 2012– ανοίγουν εκ νέου το ζήτημα των περικοπών. Είναι το μεγάλο έγκλημα σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας, αφού για να σωθεί το κράτος από το δημόσιο χρέος, που συσσώρευσαν κυρίως οι κυβερνήσεις Σημίτη (70 δισ. ευρώ) και Καραμανλή (130 δισ.), πλήρωσαν το μάρμαρο οι συνταξιούχοι με απώλειες άνω των 90 δισ. ευρώ συνολικά από το 2012, οι μισθωτοί με απώλειες εισοδημάτων της τάξης του 45% και βέβαια οι χιλιάδες μικρομεσαίοι που είδαν τον τζίρο της επιχείρησής τους να κατακρημνίζεται λόγω της απίσχνανσης της αγοραστικής δύναμης.
Τσιρίδες
Πλέον ανοίγει ξανά το θέμα και ως εκ τούτου δικαιολογείται ο Αδωνης Γεωργιάδης που από τη μια κουνά το δάχτυλο στους δικαστές πως τάχα σκέφτονται τον εαυτό τους και από την άλλη «προειδοποιεί» τους δικαστές που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τις προσφυγές χιλιάδων συνταξιούχων ότι δεν αντέχει ο προϋπολογισμός. Το ερώτημα που αναφύεται και απασχολεί το σύνολο των συνταξιούχων αλλά και τον νομικό κόσμο της χώρας είναι αν οι συγκεκριμένες αποφάσεις αφορούν μόνον εκείνους που έχουν προσφύγει (περίπου 4.000) ή το σύνολο των συνταξιούχων. Αν τελικά περάσει η άποψη Γεωργιάδη, ότι δηλαδή αφορά μόνο εκείνους που έχουν προσφύγει, τότε τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 4 του συντάγματος που επιτάσσει την ισότητα των πολιτών και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υφίστανται συντάξεις δύο ταχυτήτων.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι όλες οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων έχουν ακυρώσει λόγω συνταγματικότητας τις νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης Παπαδήμου (2012, υπουργός Γιώργος Κουτρουμάνης), της κυβέρνησης Σαμαρά (2012, υπουργός Γιάννης Βρούτσης), της κυβέρνησης Τσίπρα (2016, υπουργός Γιώργος Κατρούγκαλος) και της κυβέρνησης Μητσοτάκη (2020, υπουργός Γ. Βρούτσης).
Η δικαίωση στο ΣτΕ το 2015
Η ολομέλεια του ΣτΕ (2015) έκρινε παράνομες και αντισυνταγματικές τις περικοπές που επιβλήθηκαν στις συντάξεις το 2012, ενώ υποχρέωνε την τότε κυβέρνηση να επιστρέψει τα ποσά που περικόπτονται από τους νόμους 4051/2012 (Κουτρουμάνης) και 4093/2012 (Βρούτσης). Η απόφαση αυτή συμβαδίζει με τον νόμο 3863/2010, ο οποίος θα ετίθετο σε εφαρμογή την 1η.1.2015 και καθόριζε τις κατώτατες συντάξεις στα 503 ευρώ, ενώ με 35 έτη ο συντελεστής ήταν 45,85% + 360 ευρώ και το πλαφόν εισφορών τις 2.432 ευρώ.
Η τότε κυβέρνηση Τσίπρα, αντί της συμμόρφωσης με την απόφαση του ΣτΕ, πρώτον, κατήργησε τον νέο νόμο 3863/2010 προτού ακόμη εφαρμοστεί και, δεύτερον, ψήφισε τον 4387/2016 με τον οποίο, αντί της διόρθωσης και επιστροφής των παρανόμων κατά ΣτΕ περικοπών, μείωσε και άλλο τις συντάξεις: οι κατώτατες μειώθηκαν στα 346 ευρώ, ο συντελεστής με 35 έτη στο 33,81% + 384 ευρώ (εθνική σύνταξη).
Η δεύτερη δικαίωση το 2019
Με την απόφασή του το 2019 το ΣτΕ ευθυγραμμίζεται με την προηγούμενη απόφαση και τα ισχύοντα του 2015 κρίνοντας παράνομους και ακυρώνοντας τους συντελεστές (ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων) του νόμου 4387/2016. Τα ποσοστά αυτά, βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη, ήταν ιδιαιτέρως χαμηλά (46% περίπου) και οδηγούσαν σε δυσαναλογία ως προς τις αποδοχές παραβιάζοντας τις αρχές της ανταποδοτικότητας και της αναλογικότητας, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.
Προκλητικός ο νόμος Βρούτση
Ο νόμος που ακολούθησε συνιστά τη μέγιστη κοροϊδία Μητσοτάκη που συχνά πυκνά δήλωνε προτού αναλάβει τη διακυβέρνηση ότι δήθεν θα καταργούσε τον νόμο Κατρούγκαλου. Ο ν. 4670/2020 (νόμος Βρούτση) δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στην απόφαση του ΣτΕ, μάλιστα είναι και προκλητικός έναντί της καθόσον διατηρεί σχεδόν στο ακέραιο τους ίδιους (παράνομους) συντελεστές του προηγούμενου νόμου.
Συγκεκριμένα:
• οι φερόμενες «αυξήσεις» περιορίζονται στα τελευταία έτη και αφορούν μόνο εκείνους που έχουν εργασιακό βίο άνω των 35 ετών,
• γενικά οι συντελεστές αυξάνονται ελάχιστα, δηλαδή από 33,81%:35 έτη ανήλθαν στο 37,31%:35 έτη = 1,06%, μακράν της απόφασης του ΣτΕ που όρισε το 1,4% ανά έτος για 35 έτη, μεγαλώνουν και οι ανισότητες, αφού όσοι έχουν κάτω από 30 έτη δεν τυγχάνουν διόρθωσης με συνέπεια οι κατώτατες να παραμένουν καθηλωμένες στα 346 ευρώ