Η Γερουσία αθώωσε αργά το βράδυ του Σαββάτου (ώρα Ελλάδος) τον τέως πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, όπως μετέδωσε το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP).
Σύμφωνα με το Associated Press, η αθώωση του Τραμπ συνεπάγεται την απαλλαγή του από την κατηγορία της υποκίνησης των αιματηρών ταραχών που είχαν σημειωθεί στις 6 Ιανουαρίου στο κτήριο του Καπιτωλίου και είχαν κοστίσει τη ζωή σε πέντε άτομα.
Παράλληλα, όπως αναφέρει η ίδια πηγή, συνιστά και μια νίκη για τον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος παραπέμφθηκε δύο φορές κατά τη διάρκεια της θητείας του και απαλλάχθηκε και τις δύο.
Βάσει του αμερικανικού Συντάγματος, για την καταδίκη του θα απαιτούνταν οι ψήφοι από τα 2/3 του όλου αριθμού των γερουσιαστών ή 67 ψήφοι.
Από την πλευρά τους, οι βουλευτές των Δημοκρατικών υποστήριξαν ότι ο Τραμπ ήταν εκείνος που προκάλεσε τη βίαιη επίθεση στο Καπιτώλιο, επαναλαμβάνοντας επί μήνες ψευδείς ισχυρισμούς, ότι «του έκλεψαν τη νίκη των εκλογών μέσα από τα χέρια», ενώ στη συνέχεια είχε καλέσει τους οπαδούς του να «παλέψουν μανιασμένα», λίγο προτού σημειωθεί η πολιορκία στο κτήριο – ορόσημο της αμερικανικής εξουσίας.
Στον αντίποδα αυτών των κατηγοριών κινήθηκαν οι συνήγοροι του τέως πρόεδρου των ΗΠΑ, που απέδωσαν τη δίκη σε «ξέσπασμα μίσους» από πλευράς των Δημοκρατικών εναντίον του Τραμπ. Οι ίδιοι ισχυρίστηκαν ότι οι διαδηλωτές στο Καπιτώλιο κινήθηκαν με δική τους βούληση, παρά τις δηλώσεις Τραμπ και υποστήριξαν ότι ο τέως πρόεδρος προστατευόταν από την ελευθερία του λόγου. Χαρακτήρισαν δε την παραπομπή του «πράξη που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα επικίνδυνο δικαστικό προηγούμενο».
Εάν ο Τραμπ είχε καταδικαστεί, η Γερουσία θα έπρεπε να προχωρήσει και σε δεύτερη ψηφοφορία, με το ερώτημα της οριστικής στέρησης του δικαιώματός του επί του εκλέγεσθαι.
Πέραν του Τραμπ, υπενθυμίζεται ότι άλλοι δύο πρώην πρόεδροι των ΗΠΑ, ο Άντριου Τζόνσον το 1868 και ο Μπιλ Κλίντον το 1999 είχαν παραπεμφθεί σε δίκη στη Γερουσία, ωστόσο αμφότεροι απαλλάχθηκαν.