Ακτίνα: Off
Ακτίνα:
km Set radius for geolocation
Αναζήτηση

«Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» – Η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου από τη Σοφία Αδαμίδου

«Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» – Η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου από τη Σοφία Αδαμίδου
Η Σωτηρία Μπέλλου έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, στις 27 Αυγούστου 1997. Συγγραφέας του βιβλίου η συντρόφισσα μας, η αγαπημένη μας φίλη, Σοφία Αδαμίδου, που έφυγε νωρίς, πριν λίγο καιρό, κι είχε τόσα ακόμα να κάνει.

Η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου με τίτλο «Πότε ντόρτια πότε εξάρες», το βιβλίο που αγαπήθηκε ιδιαίτερα, επανεκδόθηκε πρόσφατα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη.

Η Σωτηρία Μπέλλου έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, στις 27 Αυγούστου 1997.  

Συγγραφέας του βιβλίου η συντρόφισσα μας, η αγαπημένη μας φίλη, Σοφία Αδαμίδου, που έφυγε νωρίς, πριν λίγο καιρό, κι είχε τόσα ακόμα να κάνει.

Έγραφε η Σοφία, «αντί προλόγου»:

«Με όλο τον σεβασμό, στις συνθήκες και τις αρχές του “φαίνεσθαι” – κομμάτι του είμαστε όλοι – υποκλίνομαι με δέος, στους ανθρώπους εκείνους, που “εντός” κι “εκτός” αντιπαρήλθαν το “φαίνεσθαι” και επιβλήθηκαν σ’ αυτό, σημαιοφόροι του “είναι”». 

Ο «Ημεροδρόμος» προτείνει στους αναγνώστες του το βιβλίο για τη Σωτηρία Μπέλλου, που η φωνή της κατάφερε να συγκεντρώσει τόσα πολλά από την ίδια τη ζωή, γεγονός που συγκίνησε τόσο και τη Σοφία Αδαμίδου.

Στις σελίδες του βιβλίου της Σοφίας μπορεί κανείς να επικοινωνήσει με τον τρόπο που τραγούδησε η Μπέλλου, να αναζητήσει τις αφετηρίες, τα μονοπάτια, τα εμπόδια και τις εκρήξεις που διαμόρφωσαν μια από τις σημαντικότερες φωνές του 20ου αιώνα. 

Η Σοφία Αδαμίδου ανέσυρε στο φως και μας προσέφερε έναν θησαυρό βιωμάτων και αφηγήσεων μιας προσωπικότητας, που είναι ταυτόχρονα και εικόνες μιας ολόκληρης εποχής, που σημάδεψε καθοριστικά με τη διαδρομή της την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και ευρύτερα του λαϊκού μας πολιτισμού. 

Μέσα από διηγήσεις, της ίδιας της Σωτηρίας Μπέλλου αλλά και ανθρώπων που τη γνώρισαν, με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό και ντοκουμέντα, φωτίζεται η πολυτάραχη ζωή της, οι αγωνίες, οι αγώνες για την επιβίωσή της, αλλά και οι κοινωνικοί αγώνες της, οι πίκρες, αλλά και οι χαρές μιας σπουδαίας καριέρας.

Μια ζωή γεμάτη βάσανα, τραύματα, μα και «θάματα», μιας ανθρώπινης φύσης «εκρηκτικής», ανυπότακτης, καθ’ όλα και αδιαπραγμάτευτα ελεύθερης και μιας ψυχής που έγινε «φωνή λαού». Μια φωνή, που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό -λαϊκό και έντεχνο- τραγούδι του 20ού αιώνα.

Σημάδεψε με τη διαδρομή της την ιστορία του λαϊκού μας πολιτισμού

Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στη Δροσιά (Χάλια) Βιωτίας, στις 29 Αυγούστου 1921 και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Ηταν η μεγαλύτερη από το άλλα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη που ήταν παπάς και με τον οποίο μεγάλωσε μέχρι τα εφτά της χρόνια. Από τον παπα-Σωτήρη είχε τα πρώτα της μουσικά ακούσματα. Οι ύμνοι τη μάγευαν και την οδηγούσαν στις πρώτες απόπειρες ερμηνείας. Ήταν πάντα ζωηρό παιδί, σχεδόν άτακτο. Τα γράμματα λίγο την ενδιέφεραν, όπως φαίνεται, αφού εκείνη έφτιαχνε ψεύτικες κιθάρες, με ένα ξύλο και σύρματα και έπαιζε με τις ώρες και τραγουδούσε. Δεκατριών χρονών και η ψυχή της πλασμένη λες από δίψες αμέτρητες, από ανθούς βιαστικούς, έτρεχε, φλογιζόταν από την περιπέτεια. Η ταινία «Προσφυγοπούλα», με την Βέμπο «οργάνωσε» την επιθυμία της να γίνει τραγουδίστρια.


Στα δεκάξι της χρόνια, το 1937, αρραβωνιάζεται. Ο αρραβώνας αυτός, όμως, δε θα κρατήσει πολύ. Τον επόμενο χρόνο παντρεύεται έναν ελεγκτή λεωφορείων. Ο γάμος κρατάει μόνο έξι μήνες. Ο χωρισμός ήταν βίαιος καθώς του έριξε βιτριόλι. Ο Βαγγέλης γλίτωσε με σοβαρά εγκαύματα στο αριστερό μέρος του προσώπου του, τα οποία θα έφερε ως σημάδια σε όλη του τη ζωή. Εκείνη φυσικά συνελήφθη, ο γάμος διαλύθηκε και η “ρετσινιά” στιγμάτισε όλη την οικογένεια.

Το τέλος του 1938, βρίσκει τη Σωτηρία, στη φυλακή της Χαλκίδας. Είχε καταδικαστεί σε τρία χρόνια φυλάκιση. Έμεινε τρεις μήνες στις φυλακές Χαλκίδας και μεταφέρθηκε στην Αθήνα στις φυλακές Αβέρωφ, από όπου αποφυλακίστηκε λίγους μήνες αργότερα καθώς μειώθηκε η ποινή της στο Εφετείο.

 

Στις 29 Οκτωβρίου του ’40, μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου ήρθε στην Αθήνα. Για αρκετές μέρες αφού έφτασε στην Αθήνα κοιμόταν σε κάποια παλιά βαγόνια του τρένου. Άρχισε να πουλάει τσιγάρα σε διάφορες ταβέρνες, ή να πλένει πιάτα για ένα πιάτο φαΐ και σπάνια και ένα μικρό χαρτζιλίκι. Δίνει τον δικό της προσωπικό αγώνα επιβίωσης, ενώ παράλληλα, προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Αντίσταση. Συλλαμβάνεται επειδή έκλεψε μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Στα Δεκεμβριανά συλλαμβάνεται και φυλακίζεται.


Γύρω στο ’46 πιάνει δουλειά σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια όπου παίζει με την κιθάρα της και τραγουδάει για ένα πιάτο φαγητό. Εκεί θα την ακούσει ο συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και θα την συστήσει στον Βασίλη Τσιτσάνη, με τον οποίο γραμοφωνεί τα πρώτα της τραγούδια το 1947: “Οταν πίνεις στην ταβέρνα” με στίχους του Τσιτσάνη και “Το παιδί που είχες φίλο” με στίχους του Καπετανάκη.

 

Μετά την πρώτη της επιτυχία, η Σωτηρία με τα τραγούδια του Τσιτσάνη έγινε περιζήτητη. Την καλούσαν και άλλοι συνθέτες. Αρχές του 1948, η Σωτηρία Μπέλλου βρίσκεται στου “Τζίμη του Χοντρού”, στην Αχαρνών, δίπλα στον Τσιτσάνη. Η ξεχωριστή παρουσία της στο πάλκο, το ιδιαίτερο ντύσιμό της, σπάει το ανδρικό ταμπού.

Το 1948 ηχογραφεί με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη τα τραγούδια “Συννεφιασμένη Κυριακή”, «Σαν απόκληρος γυρίζω”, «Πέφτεις σε λάθη», «Κάνε υπομονή», «Η εβδομάδα», κ.ά.

Αρχές της δεκαετίας το ’50 γνωρίζεται με τον Μπάμπη Μπακάλη και ηχογραφεί δύο τραγούδια του: «Η Καλύβα» και «Γράμμα θα στείλω στο θεό». Την ίδια περίοδο επιτυγχάνεται και η δισκογραφική της συνεργασία με τον Γιάννη Παπαϊωάννου με τον οποίο είχε πάντοτε άψογες σχέσεις. Γραμοφωνεί το «Ασε με, άσε με» και «Το Λεβεντόπαιδο» το οποίο τραγουδά μαζί με τον Σπύρο Ευσταθίου.

Η ζωή της είχε σίγουρα αλλάξει. Ζούσε ευτυχισμένες στιγμές, στα πάλκα. Οι δίσκοι της πήγαιναν πάρα πολύ καλά, έβγαζε αρκετά λεφτά, αλλά έπρεπε να αντιμετωπίσει τη σκλαβιά της νύχτας. Από την άλλη, ο ατίθασος χαρακτήρας της την έφερνε συχνά αντιμέτωπη με τις απαραχώρητες εξουσίες των αντρών συναδέλφων της.

Η Σωτηρία Μπέλλου ακόμη και μέσα στην ψυχιατρική κλινική τραγουδούσε για τους φίλους της

Η δεκαετία του ’50 θα ήταν πολύ δύσκολη για την Σωτηρία Μπέλλου. Δισκογραφικά κάνει ελάχιστα πράγματα, ενώ στα μαγαζιά δεν την θέλουν. Μετά από τόσες δόξες βρίσκεται στο δρόμο με μόνη παρηγοριά το ποτό. Νοσηλεύεται δύο φορές σε ψυχιατρείο (1955 και 19664). Η διάγνωση: Μανιοκατάθλιψη.

Τέλος του 1964 αρχίζει μια νέα καριέρα. Η αρχή έγινε από την “Ωραία Νήσο Υδρα” στο Περιστέρι. Σε λίγο καιρό, ο Αλέκος Πατσιφάς της «Λύρας» «μπαίνει» στη ζωή της και την αλλάζει για τα καλά πια. Το 1966 κυκλοφορούν “Τα ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου”. Έτσι ξεκίνησε και η δισκογραφική της επανεμφάνιση που της έφερε μεγάλες επιτυχίες. Δεν άργησε να ξαναγίνει η μεγάλη Σωτηρία Μπέλλου.

Ποτοσίδης, Μπέλλου,Παπαϊωάννου

Τα δισκογραφικά της βήματα θα είναι πια «βιαστικά». Σχεδόν κάθε χρόνο θα έβγαινε καινούργιος δίσκο με τραγούδια που είχε πει στο παρελθόν η ίδια αλλά και τραγούδια που είχαν πρωτοερμηνεύσει άλλες τραγουδίστριες και θα τα έκανε «δικά» της.
Αύγουστο του 1972, ένας αγαπημένος φίλος και συνεργάτης της, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που δούλευε μαζί με τον Τσιτσάνη, στο Χάραμα από το 1969, σκοτώνεται. Το 1973, ο Βασίλης Τσιτσάνης της προτείνει να πάει μαζί του στο «Χάραμα». Εκεί για δέκα χρόνια γινόταν λαϊκό προσκύνημα. Ένα καινούργιο κεφάλαιο άνοιξε στη ζωή της και τη δουλειά της, δίπλα στον καλλιτεχνικό της πατέρα και αδελφό.

Μπέλλου, Τζο Ντασσέν, Τσιτσάνης, στο «Χάραμα»

Μπορεί να ήταν η αρχόντισσα του ρεμπέτικου, αλλά η Σωτηρία Μπέλλου το ίδιο ανεπανάληπτα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού.

Έχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Γαβριήλ, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη, Ροβερτάκη, Κολοκοτρώνη, Μπακάλη, Μπαγιαντέρα, Βασιλειάδη, δε δίστασε να καταθέσει, με εξαιρετική επιτυχία, τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Σταύρου Ξαρχάκου, Διονύση Σαββόπουλου, Δήμου Μούτση, Ηλία Ανδριόπουλου, Δημήτρη Λάγιου, Αργύρη Κουνάδη, Βασίλη Δημητρίου.

Η πρώτη διαφορετικού είδους μουσική ερμηνευτική απόπειρα γίνεται το 1973 στον δίσκο “Δεν περισσεύει υπομονή” των Αργύρη Κουνάδη, Βαγγέλη Γκούφα.

Από το 1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε γράψει το “Ζεϊμπέκικο” και το 1974 ζητά από τον Πατσιφά να μεσολαβήσει για να το ερμηνεύσει η Σωτηρία.

Η συνεργασία της με τον Ηλία Ανδριόπουλο, στα «Λαϊκά Προάστια» (1980), υπήρξε μια μοναδική ερμηνευτική κατάθεση.
Δυόμισι χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία δισκογραφική της δουλειά, τα “Λαϊκά προάστια” του Ηλία Ανδριόπουλου, με παρένθεση μόνο τη συμμετοχή της στο “Φράγμα” του Δήμου Μούτση (1981). Ενας νέος συνθέτης ο Δημήτρης Λάγιος ήταν έτοιμος να κυκλοφορήσει τη νέα του δισκογραφική δουλειά σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Η Σωτηρία ήταν πάντα ανοιχτή. Τιμούσε τους νέους καλλιτέχνες. Έτσι το 1983 κυκλοφορεί ο δίσκος με τίτλο «Αη λαός».

Το 1984 φεύγει από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ήταν η πρώτη φορά μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια που θα βρισκόταν στο πάλκο χωρίς τον Τσιτσάνη. Η πτώση είχε αρχίσει να συντελείται μέσα της. Και ό,τι υπήρχε γύρω της το έβλεπε να γκρεμίζεται. Το ρολόι έμοιαζε να είχε σταματήσει. Και οι «κύκνειες» στιγμές υπέγραφαν με τελεία σ’ αυτό, που πριν πενήντα χρόνια περίπου άρχισε να γράφεται.
Το τελευταίο τραγούδι που ερμήνευσε σε δίσκο ήταν ένα ντουέτο με τον Γιάννη Πετρόπουλο, στο δίσκο «Οταν μου μιλάς», που κυκλοφόρησε το 1991. Τον Ιούνιο του 1993 κάνει κάποιες έκτακτες εμφανίσεις στο καλοκαιρινό «Ρεπορτάζ», που στεγάστηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Μαζί της ήταν ο Μπάμπης Τσέρτος, η Θεοδοσία Στίγκα και άλλοι. Η τελευταία της συναυλία ήταν με τον Ηλία Ανδριόπουλο, στο «Παλλάς».

Μπ. Τσέρτος, Σ. Μπέλλου, Σ. Αδαμίδου, στο «Ρεπορτάζ» 1993

Μια ζωή γεμάτη «αντινομίες» και ανατροπές. Μια ζωή απειράριθμων γεύσεων, που περπατούν και λαβώνουν το γερασμένο βουνό. Φυλακίστηκε στο σπίτι και τον εαυτό της. Δεν είχε κανέναν κοντά της. Μόνη μέσα στους τέσσερις τοίχους βίωνε με πόνο ψυχής το κενό που τις επέβαλαν οι συνθήκες.

Η μοναξιά των τελευταίων χρόνων, οι δυνατές, γλυκές αλλά και πικρές εμπειρίες, τα χρόνια, που βάραιναν το σώμα και την ψυχή της, ήταν αρκετά για να τη λυγίσουν και να την απομονώσουν.
Το φινάλε της ήταν η φυλακή της ύλης που αποφάσιζε το τέλος. Μια φυλακή πιο οδυνηρή από την πραγματική. Μια φυλακή που επιβλήθηκε στην ελευθερία της.

Αδυνατούσε πλέον να δώσει μάχη για να την κερδίσει γιατί το κουρασμένο της κορμί και η πληγωμένη της ψυχή πάσχιζαν για μια άλλη ελευθερία. Έφυγε στις 27 Αυγούστου του 1997, μετά από τρίχρονη μάχη με τον καρκίνο.

«Εκείνο το παγωμένο δάκρυ που κύλησε κλείνοντας για πάντα τα μάτια της» όπως γράφει η Σοφία Αδαμίδου, «ήταν η μόνη «διαμαρτυρία» για τον τρίχρονο γενναίο αγώνα της με το θάνατο. Ήταν ό,τι επέμενε από την μικρή ατίθαση Σωτήρα, που πα- ρότι έφερε πλέον στην πλάτη της εβδομήντα έξι χρόνια γεμάτα, πλού­σια σε εμπειρίες, δυσκολίες, βάσανα, καημούς, χαρές, σχόλια, αντιθέ­σεις, καλλιτεχνικές επιτυχίες, παρότι η ταυτότητά της έγραφε Σωτηρία Μπέλλου, εκείνο το δάκρυ ήταν το δάκρυ ενός μικρού παιδιού που θύμωνε και παραπονιόταν γιατί δε «χόρτασε» τη ζωή. Έκλεισε λυπημένη τα παράθυρα του κόσμου και χάραξε γύρω της την αιώνια νύχτα. Στα σταυρωμένα της χέρια ξεκουράζονται η θλίψη και η οργισμένη της ψυχή. Το μετέωρο σχήμα μιας ολόκληρης ζωής, κατέχει τώρα τη βέβαιη μνήμη. Δεν έχει πια ανάγκη από τίποτα για να παρηγο­ρήσει την αιώνια μελαγχολία της. Τίποτα δεν μπορεί πια να πληγώσει το δικαίωμά της στην ελευθερία.»

Ο Ξένος Τύπος για τη Σωτηρία Μπέλλου

«Η Μπέλλου ήταν η τελευταία και μεγαλύτερη, ίσως, τραγουδίστρια των ρεμπέτικων που, στην ελληνική μουσική σκηνή, αντιστοιχούν στα αμερικάνικα μπλουζ ή στα ταγκό της Αργεντινής. Και η Μπέλλου είχε ύφος – ψυχικό σθένος και στιλ που συνυφαίνονταν με την ικανότητά της να εμπνέει σεβασμό. Παρά τη βασανισμένη ζωή της, δεν έχασε ποτέ το κέφι της ή την τόλμη να υψώνει το ανάστημά της». The Guardian του Constantine Buhayer

«Η Σωτηρία Μπέλλου, κορυφαία τραγουδίστρια της δημοφιλούς ρεμπέτικης μουσικής, που συχνά περιγράφεται σαν ελληνική μπλουζ, πέθανε την Τετάρτη, δύο ημέρες πριν τα εβδομηκοστά έκτα γενέθλιά της». The New York Times του Paul Anastasi

«Η μουσική της ήταν μουσική της ψυχής. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Σωτηρία Μπέλλου είναι για την Ελλάδα ό,τι και η Billie Holiday για την Αμερική. Αλλά η Ελλάδα τρέφει για την Μπέλλου μεγαλύτερο σεβασμό από ό,τι η Αμερική για τη Holiday.

Ναι, τελικά είμαι σίγουρη πως δεν μπορώ να δω ξεχωριστά τη Σωτηρία Μπέλλου και την Ελλάδα. Σοφία Αδαμίδου, σ’ ευχαριστούμε για αυτό το τόσο σημαντικό βιβλίο». Kathleen Dixon, University of North Dakota.


imerodromos.gr

 

 

About Μαρία Νικολοπούλου