Με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα , αφιερωμένη στην γυναίκα το webkorinthos.gr παρουσιάζει ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στον τόπο μας.
Αν κάτι (θα έπρεπε να) αποτελεί κοινό τόπο για όλους μας, αυτό είναι ο σεβασμός στο σώμα, την ψυχή, την προσωπικότητα και τις ανάγκες του διπλανού μας. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, δεν είναι αυτονόητη η αποστροφή σε οποιαδήποτε μορφή βίαιης συμπεριφοράς, είτε σε κοινωνικό, είτε σε ιδιωτικό- οικογενειακό πλαίσιο.
Με τον όρο «ενδοοικογενειακή βία», σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αναφερόμαστε σε κάθε πράξη φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας, η οποία συμβαίνει εντός της οικογένειας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα. Το φαινόμενο παραμένει αταξικό, δεν υπάρχει διάκριση ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και αφορά, στη συντριπτική πλειοψηφία των κρουσμάτων, γυναίκες.
Η ψυχική υγεία των γυναικών, που έχουν υποστεί κακοποίηση στο οικείο τους περιβάλλον, κλονίζεται σε βάθος, με άμεσο αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή τους. Διαταραχή μετατραυματικού στρες και κατάθλιψη είναι κάποιες από τις συχνά εμφανιζόμενες ψυχικές διαταραχές των θυμάτων, συνοδεία έντονου άγχους και ενοχής τις περισσότερες φορές. Εξαιτίας της κλειστής και βαθιά συντηρητικής νοοτροπίας της ελληνική κοινωνίας, με βασική αρχή το «τα εν οίκω μη εν δήμω», τα ποσοστά των καταγγελιών είναι μηδαμινά σε σχέση με την πραγματικότητα. Παρά τις βαρύτατες επιπτώσεις, μια γυναίκα δύσκολα θα εξωτερικεύσει το βίωμά της και θα ζητήσει βοήθεια.
«Μα γιατί δε φεύγει;» είναι η πιο συχνή απορία των ανθρώπων που ακούν ή γνωρίζουν ότι μια γυναίκα κακοποιείται από το σύντροφό της. Το θύμα καλείται να ξεπεράσει πλειάδα εμποδίων, για να καταφέρει να καταγγείλει τη βία που υφίσταται. Δουλεύοντας με γυναίκες που έχουν βιώσει την κακοποίηση σε όλες τις μορφές της (Ομάδες Ψυχολογικής υποστήριξης Γονέων, Φιλανθρωπικό Σωματείο «Οι φίλοι του παιδιού») μου είναι εμφανής ο πόνος και η απελπισία τους. Κατακλύζονται από ντροπή, ενοχή και αίσθηση υπαιτιότητας για ότι έζησαν, καθώς και από έντονο φόβο αντιποίνων από το θύτη, αλλά και οικογενειακού και κοινωνικού στιγματισμού, έως και αποκλεισμού. Πολύ συχνά οι γυναίκες που έχουν συνυπάρξει με τη βία για πολύ καιρό νιώθουν ουσιαστικά μόνες τους, δεν έχουν υποστηρικτικό πλαίσιο και υφίστανται (ή φοβούνται ότι θα υποστούν) μια σχεδόν τιμωρητική κοινωνική απομόνωση. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια μιας εκ των θεραπευόμενων στις προαναφερθείσες ομάδες «Δεν είχα που να πάω για χρόνια. Οι γονείς μου δε με πίστευαν ή δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με όλο αυτό. Εσύ τον διάλεξες, εσύ να τα λουστείς τώρα, μου είπαν. Πόσο πιο μόνη μου να νιώσω;». Στην περίπτωση που υπάρχουν παιδιά στην οικογένεια ο φόβος γιγαντώνεται, είτε αν η μητέρα ανησυχεί για τυχόν κακοποίηση του παιδιού, είτε αν οι συνθήκες (ανεργία, ανέχεια) δεν τη βοηθούν στο να ανεξαρτητοποιηθεί.
Πολλές φορές η κακοποίηση δεν είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση για μια γυναίκα. Συχνά παρατηρείται ένα βίαιο μοτίβο που επαναλαμβάνεται και συντηρείται. Είναι πιθανό ο ίδιος άνθρωπος να έχει υπάρξει ξανά θύμα, στο πλαίσιο της πατρικής οικογένειας, του πατέρα, του αδερφού κλπ, ή να έχει υπάρξει μάρτυρας, ως παιδί, της βίας απέναντι στη μητέρα. Η (παν)ανθρώπινη τάση να αναπαράγεται το πιο γνώριμο από τα μοτίβα βρίσκει και εδώ αντίκρισμα. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, όταν το πιο οικείο και τελικά «ασφαλές» πλαίσιο είναι η κακοποιητική συνύπαρξη, είναι εξαιρετικά πιθανό να αναπαραχθεί αυτούσιο και χωρίς τη δυνατότητα κριτικής αξιολόγησης.
Δεν έχω τη δύναμη, δεν ξέρω τον τρόπο. Αυτή θα είναι η ζωή μου
Συχνά, μέσα στην οδυνηρή καθημερινότητά τους, συνεχίζουν να ελπίζουν ότι η κατάσταση θα αλλάξει και πως η αγάπη τους θα βρει ανταπόκριση στο σύντροφο. Όσο αυτό δε συμβαίνει, τόσο κατακλύζει τις γυναίκες η απογοήτευση και η απόγνωση. Η ψυχολογική κατάσταση των θυμάτων είναι ιδιαιτέρως άσχημη. Νιώθουν έντονη ανασφάλεια και αναξιότητα, με αποτέλεσμα να τείνουν στην παθητικότητα. Όσο η παθητική και κάποιες φορές αδρανής στάση τους συνεχίζεται, τόσο το πρόβλημα εγκαθίσταται και νιώθουν ανήμπορες να αντισταθούν ή να αντιδράσουν στη βιαιότητα του συζύγου. Μέσα από αυτό το φαύλο κύκλο της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης επιβεβαιώνουν την εξαρτητικότητα και τον εγκλωβισμό τους στην κακοποιητική συνθήκη. «Δεν ξέρω πώς να βγω από αυτή την κατάσταση. Δεν έχω τη δύναμη, δεν ξέρω τον τρόπο. Αυτή θα είναι η ζωή μου..», αναφέρει θεραπευόμενη της ομάδας ψυχολογικής υποστήριξης.
“Τι μπορώ να κάνω”
Η ενδοοικογενειακή κακοποίηση αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια νοσηρή κατάσταση, η οποία χρειάζεται δραστική αντιμετώπιση. Παρόλη τη δυσκολία των θυμάτων να αντιδράσουν, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να κάνουν το βήμα, ως ένδειξη φροντίδας των ιδίων και των ανήλικων παιδιών τους, και να απευθυνθούν για βοήθεια σε δημοτικές ή κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες, εξειδικευμένες οργανώσεις και φορείς, όπου μπορούν να λάβουν άρτια και επαγγελματική στήριξη και σωστές κατευθυντήριες.
Η βία, ακριβώς επειδή είναι απόλυτη, χρειάζεται και απόλυτη οριοθέτηση. Η σιωπή δεν την κατευνάζει, αλλά την συντηρεί και την ενδυναμώνει. Οι γυναίκες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι αδύναμος και βαθιά φοβικός δεν είναι αυτός που υφίσταται τη βίαιη συμπεριφορά, αλλά αυτός που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους και δε βρίσκει άλλο τρόπο να επικοινωνήσει συναισθήματα και σκέψεις παρά μόνο με την κακοποίηση. Οι γυναίκες που υποφέρουν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι πρέπει να καταλάβουν ότι δεν είναι μόνες τους. Ακόμη και να μην υπάρχει φιλικό ή οικογενειακό υποστηρικτικό περιβάλλον, υπάρχει νομικό πλαίσιο και επαγγελματίες ψυχικής υγείας που μπορούν και θέλουν να τις στηρίξουν. Στη βία δε χωράει ελπίδα για αλλαγή, χωρούν μόνο πράξεις αντιμετώπισης ή/και διαφυγής. Όπως, άλλωστε, είπε και ο συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ «Ό,τι χρειάζεται βία για να διατηρηθεί, είναι καταδικασμένο».
*Η Εύη Καραγεώργου είναι Ψυχολογος MSc – Γνωσιακή Ψυχοθεραπεύτρια