Παρόλο που τα αντικουνουπικά και τα κεριά από σιτρονέλα μπορούν να κρατήσουν για λίγο τα κουνούπια μακριά, πάντα τα κουνούπια θα βρίσκουν τον δρόμο τους για να μας τσιμπήσουν. Και αυτό γιατί έχουν ένα εξελιγμένο τριπλό σύστημα εντοπισμού του επόμενου θύματός τους, όπως έδειξε σχετική έρευνα. Αρχικά μυρίζουν το μελλοντικό τους γεύμα, μετά το εντοπίζουν χρησιμοποιώντας την όρασή τους και τέλος χρησιμοποιούν ένα σύστημα αντίληψης της θερμότητας του σώματος, ώστε να βρουν ακριβώς τον στόχο τους.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον συγκέντρωσαν πεινασμένα θηλυκά κουνούπια και κατέγραψαν τη συμπεριφορά τους σε μια αεροδυναμική σήραγγα, με σκοπό α βρουν πώς χρησιμοποιούν και συνδυάζουν τις αισθήσεις τους για να εντοπίσουν την τροφή τους.
Στο πρώτο στάδιο της μελέτης, απελευθέρωσαν μια ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα, αντίστοιχη εκείνης που δημιουργείται φυσικά από το ανθρώπινο σώμα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα κουνούπια ακολουθούσαν τη μυρωδιά του διοξειδίου του άνθρακα και δεν έδειχναν καμία σημασία σε οποιαδήποτε άλλη μυρωδιά.
Αυτό σημαίνει ότι τα κουνούπια έλκονται από τη μυρωδιά του διοξειδίου του άνθρακα που οι άνθρωποι και τα ζώα εκπνέουν φυσικά. Λειτουργεί ως μια ένδειξη ότι κοντά τους βρίσκεται ένα πιθανό θύμα. Μάλιστα, μπορούν να την εντοπίσουν από απόσταση 10-50 μέτρων.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι τα κουνούπια καταλαβαίνουν ότι υπάρχει άνθρωπος, άρα και τροφή στον χώρο, με τρεις οσφρητικούς υποδοχείς που διαθέτουν. Ο ένας ανιχνεύει το διοξείδιο του άνθρακα που απελευθερώνεται με κάθε εκπνοή, το άλλο τα ίχνη μιας χημικής ουσίας που υπάρχει στην ανάσα και στον ιδρώτα και λέγεται οκτενόλη, και το τρίτο το μείγμα από τουλάχιστον 350 ουσίες που συνθέτουν τη μυρωδιά του σώματος.
Στη συνέχεια, εξέτασαν πώς χρησιμοποιούν την όρασή τους. Έτσι, έβαλαν σε ένα σημείο του σωλήνα μια μαύρη κηλίδα. Αν και αρχικά την αγνοούσαν, όταν πρόσθεσαν διοξείδιο του άνθρακα στον χώρο, τα κουνούπια στόχευσαν στην κηλίδα, παρόλο που το διοξείδιο του άνθρακα αναδυόταν τουλάχιστον 10 εκατοστά μακριά από την κηλίδα. Αυτό σημαίνει, ότι αρχικά μύρισαν τον στόχο από το διοξείδιο του άνθρακα και όταν πλησίασαν πιο κοντά, αντιλήφθηκαν πού ακριβώς έπρεπε να κατευθυνθούν μέσω της όρασης.
«Τα έντομα προσέχουν το οπτικό ερέθισμα μόνο όταν προϋπάρχει το οσφρητικό, επειδή προφανώς το διοξείδιο υποδηλώνει την παρουσία ενός θύματος κάπου εκεί κοντά» εξήγησαν οι ερευνητές.
«Επομένως το οσφρητικό ερέθισμα πιθανότατα εξασφαλίζει ότι δεν θα χάσουν τον χρόνο τους αναζητώντας στόχους όπως λ.χ. οι τοίχοι, τα έπιπλα, οι πέτρες και τα τρόφιμα».
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης, αν τα κουνούπια επηρεάζονται και από τη θερμότητα του σώματος. Έβαλαν ένα αντικείμενο που είχε θερμανθεί στους 37 βαθμούς Κελσίου και ένα που είχε θερμοκρασία δωματίου. Τα κουνούπια έδειξαν μια προτίμηση στο θερμό αντικείμενο, ανεξάρτητα αν υπήρχε διοξείδιο του άνθρακα ή όχι στον χώρο.
Με λίγα λόγια, τα κουνούπια μυρίζουν το διοξείδιο του σώματος από 10 με 50 μέτρα μακριά και πλησιάζουν. Στα 5 με 15 μέτρα βλέπουν το θύμα. Καθώς οδηγούνται από τα οπτικά ερεθίσματα, σε απόσταση περίπου ένα μέτρο από τον άνθρωπο, νιώθουν τη θερμότητα του σώματός μας. Έτσι, σιγουρεύονται ότι πάνε καλά.
Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα αποτελέσματα της έρευνάς τους μπορούν να βοηθήσουν τις εταιρίες να δημιουργήσουν περισσότερο αποτελεσματικές παγίδες για τα κουνούπια στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, αποδεικνύεται παράλληλα ότι είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από ένα τσίμπημα.
«Ακόμη και αν κάποιος κρατήσει την αναπνοή του, κάποιος άλλος κοντά του θα αναπνεύσει, εκπνέοντας διοξείδιο του άνθρακα που θα προσελκύσει τα κουνούπια, με αποτέλεσμα να πλησιάσουν και να μπούμε στο οπτικό τους πεδίο. Ακόμη και αν γινόμασταν αόρατοι ή είχαμε κάποιο καμουφλάζ, θα μας εντόπιζαν από τη φυσική θερμότητα του σώματός μας. Η στρατηγική τους είναι ενοχλητικά ισχυρή και δύσκολα γλιτώνει κάποιος από αυτή» ανέφεραν.