Χτες, η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στη Μάνα στη συνδημιουργό του Θεού, τον Φύλακα Άγγελο κάθε ανθρώπου και Πλαστή της Οικογένειας και της Κοινωνίας. Είναι ένας φόρος τιμής για την κάθε Μάνα, ιδιαίτερο δε χρέος μας η αναγνώριση και ευγνωμοσύνη στη Μάνα που έζησε και πέρασε μέσα από το καμίνι της Καταστροφής του 1922 και της τραγωδίας της Προσφυγιάς.
Στη Μάνα που πέρασε διά πυρός και σιδήρου μέσ’ απ’ τη φωτιά και το τσεκούρι του εχθρού, που κουβαλούσε ένα λεχούδι στον κόρφο της και δυο-τρία παιδιά πιασμένα από τη φούστα της προσπαθώντας να τα διασώσει θυσιάζοντας και τη ζωή της ακόμα. Αλλά κι όταν επέζησε και έφτασε εδώ, κι αναλώθηκε σαν το κερί, πολλές φορές μόνη, χωρίς τον προστάτη άντρα, αδερφό. Απορφανισμένη και πενθούσα κι όμως μόχθησε να στηρίξει την οικογένεια ν’ ανθίσει το χαμόγελο στα πικραμένα χείλη των παιδιών κρύβοντας το δικό της πόνο και πένθος.
Δια του λόγου το αληθές, όλοι στη Συνοικία θυμόμαστε τις Μάνες που μέχρι το 1960 δούλευαν σκληρά, υπεράνθρωπα για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο στα πολύ δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς και του πολέμου.
Οι άλλοτε καλομαθημένες Μικρασιάτισσες Κυρές κι Αρχόντισσες Εκεί, στην Πατρίδα, δίδαξαν με τη ζωή τους ότι η εργασία «ουδέν όνειδος», ότι δηλαδή η δουλειά δεν είναι ντροπή. Με την οικονομία, το μέτρο, τη νοικοκυροσύνη, την εφευρετικότητα έκαμαν το λίγο-πολύ. Τα σπίτια είχαν φαΐ που μοσχοβόλαγε απ’ τα ντολμαδάκια, τα σουτζουκάκια, τα κατημέρια, τους χαλβάδες.
Τα συρτάρια μοσχοπλυμένα ρούχα και τα κεντητά σεντόνια και μαξιλάρια έδιναν αέρα αρχοντιάς και στην πιο ταπεινή φαμίλια. Και ας θυμηθούμε τις μανάδες που δούλευαν ολημερίς στο μανάβη και το βράδυ, αν και κατάκοπες, μάζευαν τα ορφανά τους σαν κλώσες και τα κοίμιζαν με προσευχές και παραμύθια.
Πώς να μην αναφερθείς στις μητέρες της προσφυγιάς πού έπλυναν στη σκάφη όλα τ’ άπλυτα του Νοσοκομείου, της Ιερατικής Σχολής και του Στρατού και μοσχοπλυμένα και καλοσιδερωμένα τα μετέφεραν με τον μπόγο στο κεφάλι περνώντας αλύγιστες και αξιοπρεπείς από το δρόμο!
Πώς να μην τιμήσεις την κυρα-Ρούδα, την κυρ-Σωτήρα κι άλλες που πήγαιναν για θαλασσινά ραδίκια στα «Καλά Νησιά», τα κουβαλούσαν στην πλάτη και τα πούλαγαν καθαρισμένα σε γιατρούς και ευκατάστατους Κορίνθιους για να ενισχύσουν το πενιχρό μεροκάματο του άντρα ή ν’ αναθρέψουν παιδιά ορφανά και πεθερικά πολλές φορές.
Πώς να μην θαυμάσεις τ’ ασπροκέντια και τα εργόχειρα που κέντησαν κι έπλεξαν με το βελονάκι προίκες για τα κορίτσια τους ή ξένες παραγγελίες.
Μουσείο θα έπρεπε να σηκωθεί μόνο γι’ αυτά!
Πώς να μη θυμάσαι τα σοφά λόγια, τη φρόνηση, την υπομονή, τη γλυκύτητα, την υπερηφάνεια, την ευσέβεια και την πίστη πού έδειχναν τον Πολιτισμό και την Ταυτότητα που κουβαλούσαν στα κύτταρά τους απ’ αιώνων.
Πώς να μετρήσεις την αξία της καθεμιάς;
Μετριέται το νερό της θάλασσας!
Πώς να υπολογίσεις την προσφορά τους;
Κυβίζονται οι αιθέρες!
Χρέος τιμής η ολιγόλεπτη αναφορά μας απόψε μέσω της εξαίρετης σύνθεσης της Ιλιάδας και της «Σμύρνης» Οδύσσεια στην ξεριζωμένη μάνα της Μικρασίας-Θράκης-Πόντου, την υπεράνθρωπη προσπάθειά της και την πλούσια καρποφορία της που άλλαξε την Ελληνική Κοινωνία.
Τους αξίζει το Μνημείο που στήθηκε με πρότασή μας, από το Ελληνικό Κράτος, τη Νομαρχία και το Δήμο Κορίνθου στην Πλατεία της Ιωνίας Κορίνθου.
Μάνα, Μητέρα, Μαμά σ’ ευγνωμονούμε.
Ας φροντίσουμε να μεταλαμπαδεύσουμε τις αρχές σου στους νεότερους!
Τότε θα δικαιωθείς!