Ο Δημήτρης Αυγέρης άναψε ένα «μισαδάκι» και όρθιος κάτω από ένα δέντρο εκείνο το ξημέρωμα του 1944, φαινόταν να απολαμβάνει το τσιγάρο του. Στην πραγματικότητα το βλέμμα του, σαν κυνηγημένου ζώου σάρωνε ολόκληρη την οδό Φιλολάου. Τράβηξε δυο ακόμη βαθιές τζούρες, κατέβασε την τραγιάσκα του, και σαν φάντασμα στο μαύρο του ουρανού που είχε αρχίσει να ροδίζει και να ξημερώνει, έστριψε αριστερά στην οδό Δαμαγήτου και άρχισε να τρέχει.
Ύστερα από καμιά εκατοστή μέτρα έστριψε πάλι αριστερά και με χίλιες δυο προφυλάξεις χτύπησε συνθηματικά την πόρτα στο λευκό ασβεστωμένο σπίτι της οδού Αγραίων στο νούμερο 47. Η πόρτα άνοιξε και ο Αυγέρης μπήκε μέσα λαχανιασμένος: «Η περιοχή έχει γεμίσει τσολιάδες, μας έχουν μυριστεί, έχουν λυσσάξει από χθες» είπε και οι άλλοι δυο συναγωνιστές του, ο Κωνσταντίνος Φολτόπουλος και Θάνος Κιοκμενίδης που τον περίμεναν σπίτι, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Ο Αυγέρης που μόλις είχε κλείσει τα 18 του και ήταν διμοιρίτης της ΕΠΟΝ δεν πρόλαβε να συνεχίσει την πρόταση του. Έξω από το σπίτι ακούστηκε μια δυνατή φωνή που έσκισε την ηρεμία του πρωινού: «Παραδοθείτε τομάρια αλλιώς θα σας κάψουμε» και σχεδόν αμέσως ριπές πολυβόλων γάζωσαν τους τοίχους του σπιτιού. «Μας κάρφωσαν, πάμε χαμένοι» είπε ο 17χρονος Κωνσταντίνος και απασφάλισε το δικό του όπλο. Ο συνομήλικος του Θάνος, έτρεξε στα μέσα δωμάτια σκυφτός για να προφυλαχτεί από τις σφαίρες και για να πάρει τον βαρύ οπλισμό που ο ΕΛΑΣ φύλαγε στο σπίτι – γιάφκα.
Σε αυτό το σπίτι που ήταν αποθήκη οπλισμού του ΙΙ Τάγματος Βύρωνα-Γούβας του ΕΛΑΣ, σε λίγες ώρες θα γραφόταν μια από τις ενδοξότερες ιστορίες της εθνικής αντίστασης. Τα τρία αμούστακα παιδιά πήραν θέσεις στα δυο παράθυρα του σπιτιού και άρχισαν να ανταποδίδουν τα πυρά. Μέσα οι τρεις, έξω από το σπίτι μια διμοιρία της Βέρμαχτ και πολλοί τσολιάδες «ταγματαλήτες», όπως έλεγαν εκείνη την εποχή, τα ευζωνικά τάγματα που συνεργάζονταν με τους κατακτητές.
Επτά ολόκληρες ώρες οι συνεργάτες των Γερμανών προσπαθούσαν να κάμψουν την αντίσταση τριών παιδιών. Οι τοίχοι στο σπίτι είχαν γίνει σαν σουρωτήρι, η πόρτα είχε σχεδόν διαλυθεί τα παράθυρα είχαν εξαφανιστεί, οι σοβάδες είχαν πέσει και όμως οι τρεις μικροί αντιστέκονταν ακόμη. Προς το τέλος τα μάτια των παιδιών είχαν γίνει κόκκινα σαν το αίμα από τις σκόνες και το μπαρούτι. Κάθε προσπάθεια των πολιορκητών να πλησιάσουν πνιγόταν στο αίμα.
Οι δείκτες έδειχναν 12 το μεσημέρι όταν στο σκοπευτικό ενός τσολιά που ήταν κρυμμένος σε μια φυλλωσιά εμφανίσθηκε το μαύρο από τους καπνούς κεφάλι του Φολτόπουλο. Ένα τράβηγμα της σκανδάλης και ο 17χρονος σωριάστηκε επάνω στο περβάζι του παραθύρου με το σώμα του να κρέμεται μισό προς τα έξω. Οι άλλοι δυο αγωνιστές φώναξαν «Κώστα» και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Τα δάκρυα τους είχαν σχηματίσει μια γραμμή στα καπνισμένα πρόσωπα τους. Με μεγαλύτερο πείσμα συνέχισαν να πυροβολούν και να θερίζουν όποιον Γερμανό ή ταγματασφαλίτη έκανε το λάθος να ξεμυτίσει.
«Θάνο πάω μέσα να φέρω σφαίρες» είπε ο Δημήτρης και άρχισε να σέρνεται στο πάτωμα ανάμεσα από τούβλα πέτρες και σοβάδες για να πάει στο άλλο δωμάτιο. Εκεί άρχισε μεθοδικά να καταστρέφει όσα όπλα υπήρχαν για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ύστερα από λίγο πάλι με πολλή προσοχή αλλά και σβελτάδα πήρε τη θέση του δίπλα στον σύντροφο του. Ανάμεσα τους υπήρχε ένα μεγάλο κασόνι γεμάτο σφαίρες. Από εκεί έπαιρναν σφαίρες και τις άδειαζαν επάνω στα κορμιά όσων Γερμανών ή συνεργατών τους έκαναν το λάθος να σηκώσουν το κεφάλι τους.
Ο Θάνος ήταν άσος στο σημάδι, δεν του ξέφευγε τίποτε. Καμία κίνηση, όταν μια χειροβομβίδα έπεσε μέσα από το παράθυρο. Δεν πρόλαβε να προφυλαχτεί. Το κορμί του έγινε χίλια κομμάτια.
Οι σφαίρες στο κασόνι έφταναν στο τέλος τους. Είχαν μείνει ελάχιστες και ο Δημήτρης συνέχιζε μόνος του να απωθεί τον εχθρό. Όταν είδε και αποείδε ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από πουθενά πήρε τη μεγάλη απόφαση. Ζώστηκε το πιστόλι του, όπλισε το πολυβόλο του άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω πυροβολώντας και φωνάζοντας: «Σας νικήσαμε τέρατα» Αυτές ήταν και οι τελευταίες του λέξεις προτού οι σφαίρες που έφυγαν κατά δεκάδες από τα όπλα των ταγματαλητών, το κόψουν το νήμα της ζωής. Ήταν τρεις και μισή το μεσημέρι.
*Ένα σκοτεινό βράδυ και ενώ οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμη αποχωρήσει από την Αθήνα κάποιοι πήγαν και έγραψαν με κόκκινη μπογιά στο λευκό τοίχο του σπιτιού: «Διαβάτη που περνάς από το σπίτι των τριών ηρώων του Υμηττού, γονάτισε, σφίξε τη γροθιά σου και ορκίσου εκδίκηση – ΕΠΟΝ»
*Η Μάχη στο «κάστρο» διήρκησε επτάμισι ώρες. Οι τρεις αμούστακοι νεαροί αντιμετώπισαν συνολικά δυο λόχους ταγματασφαλιτών με βαρύ οπλισμό και πολλούς άνδρες της Βέρμαχτ.
*Η μάχη των τριών ΕΠΟΝιτών έγινε την αμέσως επόμενη μέρα της μεγάλης διαδήλωσης του αθηναϊκού λαού κατά της τρομοκρατίας και της επιστράτευσης. Στις 27 Απρίλη, εξάλλου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη παλλαϊκή απεργία. Η απεργία εκείνη ματαίωσε την προσπάθεια των κατακτητών για μαζική επιστράτευση για τα «τάγματα εργασίας».
*Μόλις έπεσε δολοφονημένος μπροστά από την πόρτα του σπιτιού και ο Αυγέρης οι ταγματασφαλίτες όρμησαν μέσα για να συλλάβουν και άλλους αντάρτες. Θεωρούσαν ότι βρίσκονταν εκεί δεκάδες. Τότε συνειδητοποίησαν ότι είχαν εμπλακεί σε μάχη επτά ωρών με τρείς μόνο αντιπάλους. Μια μάχη την οποία πλήρωσαν με δεκάδες νεκρούς…